O οδηγός που έκανε το MotoGP πιο ενδιαφέρον από την Formula 1 αποφάσισε στα 41 του να κατέβει από τη μηχανή. Δεν ήταν εύκολο. Ωστόσο, φεύγει ως ζωντανός θρύλος των μηχανοκίνητων σπορ.
O Valentino Rossi υπήρξε για το MotoGP το αλατοπίπερο. Ο τύπος που έκανε εκατομμύρια ανθρώπους να θέλουν να δουν αγώνες μοτοσυκλετών. Στα 41, έπειτα από εννιά παγκόσμια πρωταθλήματα, εκ των οποίων τα επτά ήταν στην ελίτ κατηγορία αποφάσισε πως ήρθε η ώρα να κάνει αυτό που απέφευγε για χρόνια: να εγκαταλείψει τις πίστες. Ο «γιατρός» βγάζει τη ρόμπα του και το OneΜan κάνει ένα rewind στη ζωή του.
Κατ’ αρχάς, o Valentino Rossi ήταν τυχερός, γιατί μεγάλωσε σε μια από τις ελάχιστες κοινότητες της Ιταλίας, στις οποίες δεν θέλουν όλα τα παιδιά να γίνουν ποδοσφαιριστές. Επίσης, γεννήθηκε ως ο γιος επαγγελματία οδηγού μοτοσυκλέτας. Ευτύχισε να μεγαλουργήσει. Να κάνει το πάθος του δουλειά, να γίνει ο πρώτος πρωταθλητής μοτοσικλέτας που βρέθηκε στις λίστες του Forbes, με τους πιο ακριβοπληρωμένους αθλητές και να απολαύσει μια πολύ ενδιαφέρουσα -αν και απαιτητική- ζωή, κάνοντας αυτό που αγαπά. Τιμώντας το πάθος του. Πόσους ξέρετε που να έχουν αυτήν την ευλογία;
O Graziano Rossi ήταν τρεις φορές πρωταθλητής σε grand prix (πήρε το πρώτο, στη Ριέκα της τότε Γιουγκοσλαβίας, το 1979, οπότε έγινε πατέρας), πριν παραιτηθεί της προσπάθειας, το 1982. Είχε υποστεί σοβαρό τραυματισμό στο κεφάλι. Αυτό δεν τον απέτρεψε από το να δημιουργήσει έναν πρωταθλητή: τον γιο του, Valentino, τον τύπο που πήρε το πρώτο GP το 1996.
Απ’ όταν θυμόταν τον εαυτό του, ήθελε να τρέχει πιο γρήγορα από τους φίλους του, με το ποδήλατο. Ήταν τότε που η ταχύτητα έγινε λατρεία. Όπως είχε πει σε παλαιότερη συνέντευξη ο πατήρ Rossi «στην Ιταλία όλοι θέλουν να γίνουν ποδοσφαιριστές, όταν είναι παιδιά. Εκτός και αν έχουν γεννηθεί στο Pesaro! Εκεί γίνεται όλη η παραγωγή της χώρας σε μοτοσυκλέτες. Είναι η πρωτεύουσα του μηχανοκίνητου αθλητικού».
Το 1979, στα 17 του («σχετικά μεγάλος, αν σκεφτείτε ότι τα περισσότερα παιδιά ξεκινούν στα 12-13») αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη του στο motocross, σε επίπεδο αγώνων, με μια 250αρα Maico. Μετά, πέρασε σε Benelli, ενώ για προσωπική χρήση προτιμούσε μια Harley Davidson (250 κυβικών και αξίας 3.500 ευρώ). «Ήταν η μόνη που μπορούσα να πάρω, δεδομένων των οικονομιών συνθηκών».
Το 1980 και ενώ πια είχε μπει στα 500 κυβικά «είχα μια ηλίθια πτώση, σε αγώνα που έτρεξα το χειμώνα και χτύπησα σοβαρά στο κεφάλι. Τερμάτισα πέμπτος στο παγκόσμιο, αλλά ήμουν αλλού. Πάντα είχα κίνητρο, στο 100%. Το πρόβλημα ήταν πως είχα και σοβαρούς τραυματισμούς, τόσους που σιγά σιγά πλήγωσαν και τη θέληση μου. Επίσης, ένα άλλο πρόβλημα ήταν πως ήμουν φίλος με όλους. Και αυτό δεν είναι ποτέ καλό. Όταν φοράς το κράνος σου, δεν πρέπει να σέβεσαι κανέναν. Ο Valentino έγινε πολύ καλύτερος, σε αυτό το κομμάτι».
Το 1982 (τρία χρόνια, μετά τη γέννηση του πρωτότοκου, στις 16/2 του 1979), στην Imola έπεσε με 150 χιλιόμετρα και ήταν σε κόμμα για μιάμιση μέρα. «Ο Dr Costa έκανε πραγματικό θαύμα, κρατώντας με στη ζωή. Τότε όμως, κατάλαβα πως είχε έλθει η ώρα να σταματήσω» και να ασχοληθεί με το γιο του. «Είχα πτυχίο δασκάλου στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, αλλά ευτυχώς για τα παιδάκια, δεν ασχολήθηκα με αυτή τη δουλειά. Έτρεξα σε ράλι. Ήταν φανταστικό σπορ. Το λάτρεψα. Ήταν πιο ασφαλές από τις μηχανές, συμβιβασμός που αναζητάς όσο μεγαλώνεις. Θα μου πείτε γιατί δεν έγινα επαγγελματίας. Μάλλον γιατί ήμουν πολύ μεγάλος σε ηλικία ή όχι όσο γρήγορος έπρεπε να είμαι. Ενδεχομένως να ήμουν και τα δύο».
Αλλά όλα αυτά μικρή σημασία είχαν. Αλλού ήταν η ουσία: στο γιο του. Ένα από τα πρώτα πράγματα που του έμαθε ήταν το εξής.
«Το κλειδί για να είσαι ο καλύτερος, είναι να μην πιστέψεις ποτέ πως είσαι ο καλύτερος»
Του είπε πως θα ήταν χρήσιμο «να είσαι πάντα ειλικρινής με τον εαυτό σου και προσγειωμένος στη γη. Μόλις πεις είμαι ο καλύτερος, τα πάντα τελειώνουν. Από εκείνο το σημείο, δεν υπάρχει πια πρόοδος. Εκείνος δουλεύει πάντα το ίδιο σκληρά και προσπαθεί να μάθει κάτι, από κάθε κούρσα. Προσπαθεί πάντα να γίνει καλύτερος». Μετά, έβαλαν ένα στοίχημα. Ο Graziano είχε ως σήμα κατατεθέν τη μακριά του κόμη. «Είπα λοιπόν, στον γιο μου πως θα κουρευτώ, αν πάρει παγκόσμιο πρωτάθλημα στα 500 κυβικά».
Σύντομα (το 2001, στην Αυστραλία), η χαίτη θα αποτελούσε παρελθόν «αλλά αυτό που δεν ήξερε ήταν ότι ήθελα να αποκτήσω κοντά μαλλιά. Είχε έλθει αυτή η ώρα». Από την αρχή του προετοίμαζε το γιο του για τους αγώνες. Ενδεχομένως και να ήθελε, να μην μπορούσε να κάνει κάτι άλλο. «Πάντα με βοηθούσε να καταλάβω πώς μπορώ να τρέξω καλά ή το λόγο που ενδεχομένως κάποιος να με κερδίσει. Είναι πάντα ενδιαφέρον να του λέω τι κάνουμε και να μαθαίνω την άποψη του», εξηγεί ο πρωταγωνιστής της ιστορίας, ο οποίος στην πρώτη του φορά (στην πρώτη βόλτα με αγωνιστική μοτοσικλέτα, το 1993) έπεσε δυο φορές.
Το διαζύγιο και η δύσκολη εφηβεία
Η τελευταία φορά που του έδωσε συμβουλή ο πατέρας του, ήταν όταν ήταν έξι χρόνων. Μετά του είπε πως ήθελε να μαθαίνει τα πάντα μόνος του. Τι έκανε η μητέρα του, Stefania; Ποιος ήταν ο ρόλος της, ενώ έβλεπε το παιδί της να μπλέκει σε επικίνδυνες καταστάσεις;
«Ερχόταν όποτε μπορούσε στους αγώνες, αλλά όταν την έβλεπα ένιωθα μεγαλύτερο άγχος και πίεση. Επίσης, πιστεύει πως γνωρίζει πάρα πολλά για τις μηχανές, μου μιλά για το μπροστινό λάστιχο, για τις ρυθμίσεις και πώς να είμαι γρήγορος στις στροφές. Πάντα της απαντώ ναι μητέρα, ΟΚ, ΟΚ».
Αναγνωρίζει εν τω μεταξύ, ότι ο αδελφός του, Luca Marini δεν έχει και την πιο εύκολη δουλειά του κόσμου. «Είναι δύσκολο για εκείνον, να τρέχει. Έχει κάποια πλεονεκτήματα, από το να είμαι ο μεγάλος του αδελφός, αλλά υπάρχουν και πολλά μειονεκτήματα. Ομολογώ πως η απόφαση του να κάνει ό,τι και εγώ, ήταν θαρραλέα. Είναι πολύ καλός, πολύ γρήγορος. Έχουμε βέβαια, ένα θέμα: ψηλώνει πολύ. Όταν όμως, ανεβαίνει σε μηχανή, είναι πολύ παθιασμένος». Δεν είναι Valentino.
Πώς ήταν ως παιδί; Ο πατέρας του είχε πει πως «αν θυμάμαι καλά, η τελευταία φορά που προσπάθησα να του δώσω μια συμβουλή, ήταν όταν ήταν έξι χρόνων. Έχει ισχυρή προσωπικότητα. Όταν ξεκινήσαμε με τα go-karts (στα πέντε του, ενώ πήρε το πρώτο πρωτάθλημα, στα 11 και τα minimoto, κάποιες φορές προσπάθησα να του πω μια κουβέντα. Αντιλήφθηκα πολύ γρήγορα ότι ήταν μάταιο».
Για να συνεχίσει: «Δεν χρειαζόταν τις συμβουλές μου. Δεν του αρέσει να προσπαθεί κάποιος να τον διδάξει κάτι. Προτιμά να βρίσκει μόνος του την άκρη. Φυσικά, στη ζωή υπήρξαν καταστάσεις που ήταν χρήσιμο να είμαι δίπλα του. Για παράδειγμα, όταν ήθελε να διαλέξει ομάδα, μηχανικούς και να αγοράσει μηχανές. Εξυπακούεται πως δεν μιλώ για τώρα, αλλά για την αρχή της καριέρας του. Σημασία είχε να είμαι κοντά του. Τουλάχιστον, ο γιος μου ήταν ανέκαθεν ειλικρινής, ντόμπρος. Πάντα λέει ό,τι σκέφτεται. Όχι σκουπίδια».
Κάποια στιγμή κατάλαβε πως η οικογένεια δεν άντεχε το οικονομικό βάρος των gokarts. Την ενημέρωσε πως θα οδηγήσει minimoto. Δεν μπήκαν καν στη διαδικασία της συνδιαλλαγής. Ήξεραν πως το παιχνίδι είχε χαθεί. Επίσης, ένιωθαν ότι είχαν και τη φωλιά τους λερωμένη, γιατί είχαν αποφασίσει να πάρουν διαζύγιο.
«Δεν θυμάμαι να είχαμε ποτέ μια μέρα, μόνο για εμάς. Για να διασκεδάσουμε. Πάντα ταξιδεύαμε, πάντα προετοιμαζόμασταν για κάποια διοργάνωση. Όταν αποφασίσαμε να χωρίσουμε με τη μητέρα του, ήταν 14. Για εμάς ήταν τραυματική εμπειρία, γιατί είχαμε διαπιστώσει πως όσα μας ένωναν, είχαν εξαφανιστεί. Αν βάλω τον εαυτό μου στη θέση του Valentino, θα σας πω ότι η απόφαση αυτή ήταν λάθος. Αλλά την πήραμε. Και εκείνος δεν την ξεπέρασε ποτέ. Δεν μας συγχώρησε ποτέ. Έκτοτε, η σχέση μας άλλαξε. Έγινε λίγο περίεργη. Με τα χρόνια, συνηθίσαμε και οι δύο στο νέο καθεστώς. Ήμουν συνέχεια κοντά του. Τον ακολουθούσα, τον παρατηρούσα, έτρεχα από πίσω του και πάντα μου προκαλούσε έκπληξη, με τη συμπεριφορά του. Ήταν πάντα ένα φωτισμένο παιδί. Είναι ο ήλιος μου».
Οι γονείς έκαναν νέες οικογένειες και η ζωή συνεχίστηκε.
Το 1994 ο ήλιος του Graziano κέρδισε το εθνικό πρωτάθλημα, στα 125 κυβικά – με χαώδη διαφορά από τον δεύτερο.
Πήρε μέρος στο Παγκόσμιο του 1996, αλλά είχε ουκ ολίγες πτώσεις και δεν κατάφερε να τερματίσει σε πέντε αγώνες.
Αυτές οι εμπειρίες προφανώς, ήταν που του έδωσαν 11 νίκες, σε 15 αγώνες του 1997 και την προαγωγή στα 250 κυβικά, το 1998 -οπότε τερμάτισε δεύτερος, με μικρή διαφορά από την κορυφή. Θ
α πατούσε εκεί το 1999, με 9 νίκες και 5 pole positions. Το 2000 είχε έλθει η ώρα για τα 500 κυβικά.
«Με ρωτούν ποια είναι η συνταγή για να δημιουργήσεις έναν Valentino Rossi. Η απάντηση είναι απλή: όλα είναι πιθανά όταν ο γιος σου είναι ο Valentino Rossi»
Αν είχε να δώσει ο Graziano μια συμβουλή στους γονείς που θέλουν να δουν τα παιδιά τους να γίνονται επιτυχημένα και ευτυχισμένα, αυτή είναι «να τους δίνουν την ευκαιρία να έλθουν σε επαφή με πολλά διαφορετικά πράγματα, με πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους και καταστάσεις, έτσι ώστε να καταλήξουν μόνα τους στα ιδανικά τους. Ως γονείς, δεν μπορούμε να κάνουμε περισσότερα».
Όταν, λοιπόν, ο Valentino ήταν παιδί, συνέβη το εξής: «Του γνώρισα τον Carlo Pernat -ξακουστός μάνατζερ μοτοσυκλετιστών- και την Aprilia. Έτσι ξεκίνησε με αυτήν την εταιρία, είχε την ευκαιρία να γνωρίσει ανθρώπους, καταστάσεις και πράγματα που του φάνηκαν χρήσιμα στη συνέχεια. Έμαθε πράγματα». Το 1995 έτρεξε για πρώτη φορά σε ευρωπαϊκά πρωταθλήματα, με την Aprillia και τελείωσε τη χρονιά στην τρίτη θέση, ενώ παρέμεινε ο πρωταθλητής Ιταλίας, στα 125 κυβικά.
Το πάθος, η φοροδιαφυγή και η επιστροφή στην Ιταλία
Στην πρώτη του χρονιά, με τη Honda, δεν πανηγύρισε πρωτιά πριν τη 10η κούρσα και τερμάτισε πίσω από τον Αμερικανού, Kenny Roberts που βρέθηκε στο υψηλότερο σκαλοπάτι του βάθρου. Ένα χρόνο μετά, έκανε επίδειξη γνώσεων και έφτασε στον τίτλο, απολαμβάνοντας συνολικά 11 νίκες.
Ακολούθησε η αναβάθμιση της MotoGP και η εμφάνιση 990 κυβικών, με τετράχρονο κινητήρα και η παρουσία του μεταξύ των πρώτων που έζησαν την εμπειρία. Δεν είχε το παραμικρό πρόβλημα, να προσαρμοστεί στην ταχύτητα και τις μανούβρες μιας τέτοιας μηχανής. «Πήρε» τον πρώτο αγώνα και μετά πήρε και τον πρώτο τίτλο της κατηγορίας, για να κάνει το back to back το 2003.
Είχε και έναν άλλον αγώνα, εκτός δρόμων. Με την ιταλική εφορία. Ήταν μέλος της λίστας με τους μεγάλους φοροφυγάδες που δημοσίευσε η ιταλική κυβέρνηση, το 2007 (εκεί βρίσκονταν μεταξύ άλλων, ο Fabio Capello, μεγάλοι μόδιστροι και ποδοσφαιριστές που έκρυβαν χρήματα). Έκανε συμβιβασμό και έδωσε 25.000.000 ευρώ -για εκείνον ήταν ένα ποσό που μπορούσε να αντέξει, αν σκεφτείτε πως είχε ασφαλίσει για 15 εκατ. ευρώ τους καρπούς του-, για ατασθαλίες που είχαν γίνει από το 2001 έως το 2004.
Αφορούσαν την απόφαση του να μετακομίσει στη Μεγάλη Βρετανία -για να γλιτώσει από το κυνηγητό των fans και paparazzi- με τις αρχές να αποδεικνύουν ότι είχε λαμβάνειν και από την Ιταλία, όπου επέστρεψε, αφότου έλυσε το πρόβλημα. «Το λάθος μου ήταν ότι εμπιστεύτηκε τους ανθρώπους που είχα προσλάβει για τα οικονομικά. Αλλά αποδείχθηκε λάθος, αφού δεν πλήρωναν τις υποχρεώσεις μου», κατέληξε.
Στις 5 Ιουνίου του 2010, έπεσε στη δεύτερη κούρσα προπόνησης, με 190 χιλιόμετρα. Έπαθε κάταγμα στη δεξιά κνήμη, μπήκε στο χειρουργείο (στην Cattolica) και του είπαν πως το πιθανότερο ήταν να χάσει το μεγαλύτερο μέρος της σεζόν. Αν όχι όλο το υπόλοιπο. Ήταν η πρώτη φορά στην καριέρα του που θα έχανε Grand Prix και αυτό από μόνο του ήταν τεράστιο πλήγμα – για τον ίδιο.
Ένα μήνα μετά, εμφανίστηκε στο Παγκόσμιο Superbike, για να τεστάρει την κατάσταση του. Έκανε 26 γύρους, για να διαπιστώσει πως ένιωθε ενοχλήσεις. Στο πόδι και τον ώμο (που είχε λαβώσει σε πτώση στο Grand Prix της Ιαπωνίας, στην αρχή της χρονιάς). Στις 12/7 είπε να κάνει άλλη μια δοκιμή. Στο Brno. Όλα ήταν καλά και γύρισε στο Grand Prix της Γερμανίας. Είχαν περάσει μόλις 41 ημέρες από την επέμβαση. Τελείωσε την αγωνιστική περίοδο, στην τρίτη θέση.
Στις 15/8 ανακοίνωσε πως πάει στην Ducati. Είχε υπογράψει διετές συμβόλαιο. «Είναι δύσκολο να εξηγήσω τη σχέση που είχα με τη Yamaha, τα περασμένα χρόνια. Αλλά πολλά άλλαξαν από το 2004. Ειδικά αυτή (σ.σ. η μηχανή του ). Ήλθε η ώρα να ωριμάσω, να βελτιωθώ. Μπορώ να τη δω να γελά, στο γκαράζ μου. Απήλαυσε πολλά, αλλά ήλθε η ώρα για νέες προκλήσεις», δήλωσε.
Αυτή η διετία, θα ήταν η χειρότερη της καριέρας του. Θα γνώριζε τη μόνη μηχανή που δεν ήταν εις θέσιν να υποτάξει, να την κάνει δική του, να κάνει -και άλλους- τίτλους δικούς του. Στις 29/10 του 2014 θα χαρακτήριζε ως «μεγάλο λάθος» το γεγονός ότι άφησε τη Yamaha. Αποκάλυψε πως ο λόγος ήταν ότι η εταιρία είχε αποφασίσει να συμπεριφερθεί με τον ίδιο τρόπο σε εκείνον και τον Jorge Lorenzo. «Δεν μου άρεσε αυτό. Ήθελα να είμαι ο Νο1 οδηγός. Έκανα λάθος». Γύρισε εκεί όπου ένιωθε πως είναι το σπίτι του, αποδεχόμενος μεγάλη μείωση, στο μισθό του. Παγκόσμιος πρωταθλητής ήταν ο Lorenzo. «Και πάλι μας φέρονται επί ίσοις όροις. Δεν είναι εκπληκτικό;» είπε στα media.
Σε συνέντευξη που είχε δώσει το 2013 (στο Motorcyclenews.com), ο δημοσιογράφος ξεκίνησε με το «μπαίνεις στην 18η σεζόν σου». Ο Rossi τον διέκοψε και ρώτησε «όντως είναι η 18η; Τόσες πολλές είναι;» πριν ξεσπάσει σε γέλια. Μετά είπε «από τη μια πλευρά, είμαι χαρούμενος για αυτό. Από την άλλη όμως, νιώθω λύπη». Που πλησίαζε στο τέλος. Έδειχνε να ‘χει κίνητρο αναβάτη που ήταν προ της πρώτης του κούρσας.
«Στο σπορ μας, είμαστε κάπως τυχεροί. Μπορούμε να μείνουμε στην κορυφή, μέχρι να γίνουμε -ας πούμε- 40 χρόνων»
Πώς κρατούσε τον ενθουσιασμό στο πικ, όλα αυτά τα χρόνια; «Για εμένα, το στοιχείο που κάνει τη διαφορά είναι το πάθος. Μεγαλώνοντας, έμεινε αναλλοίωτο. Αυτό που έκανα, ήταν η ζωή μου. Το πάθος, η γεύση που έχω, όταν τρέχω σε αγώνες, είναι ίδια».
Σίγουρα, πολλά είχαν αλλάξει απ’ όταν ήταν 16 χρόνων. «Δεν είναι ακριβώς ίδια τα πάντα» παραδέχτηκε. «Δεν είναι ίδιος ο λόγος που τρέχω. Μικρός ήμουν λίγο διαφορετικός. Αλλά το πάθος, η αδρεναλίνη είναι ακριβώς στα ίδια επίπεδα» και εκεί ήθελε να μείνουν στα χρόνια που έρχονταν.
Δεν έχει σκεφτεί να κάνει κάτι άλλο; «Κάνω πάρα πολλά άλλα. Είμαι πολύ ευτυχισμένος με αυτά που έχω. Έχω χρόνο για το MotoGP και λατρεύω αυτή τη ζωή. Να οδηγώ σε κορυφαίο επίπεδο, τη δουλειά με την ομάδα μου, τα σαββατοκύριακα, με το εργοστάσιο, να είμαι κοντά σε ανθρώπους που είναι στο ύψιστο επίπεδο. Eίναι λογικό, όσο μεγαλώνεις να αλλάζει ο τρόπος που σκέφτεσαι. Δυστυχώς. Δηλαδή, όχι δυστυχώς. Φυσιολογικά χρησιμοποιείς περισσότερο την εμπειρία σου, την ηρεμία σου. Έχεις κάποιους άλλους άσσους στο μανίκι σου. Όπως η υπομονή, η άρνηση σου να αγχωθείς χωρίς να υπάρχει ουσιαστικός λόγος».
Σε μια εποχή που τα social networks ελέγχουν (αν όχι καταδυναστεύουν) τον κόσμο, ο Rossi έχει καταφέρει να κρατά κρυφή τη ζωή του.
Πώς; «Με την εμπειρία. Ανέκαθεν ξεχώριζα την προσωπική, από την επαγγελματική ζωή. Στη μια μου ζωή λοιπόν, είμαι ο Valentino Rossi ο οδηγός μοτοσυκλέτας. Ξέρω πως υπάρχουν κανόνες που πρέπει να ακολουθώ. Το άλλο μέρος της ζωής μας, όταν είμαι με τους φίλους, την οικογένεια, τη σύντροφο μου είναι δικό μου. Χτίζω ένα μικρό κόσμο για εμένα. Με την εμπειρία μου ξέρω πως αν πάω ρώμη ή μιλάνο φυσιολογικά οι paparazzi θα με ακολουθήσουν. στη μικρή μου πόλη, ζω ως κανονικός άνθρωπος. Έχω αυτήν τη δυνατότητα».
Για όλα υπάρχουν και οι εξαιρέσεις και έτσι προέκυψε η φωτογραφία με την τότε σύντροφο του, Linda Morselli, μοντέλο στο επάγγελμα, ύψους 1.80. Σαν και εκείνον. Είναι μαζί, από το 2012. Γνωρίζονταν από το 2008 – ήταν ένα από τα κορίτσια που κρατούσαν την ομπρέλα στον Rossi, στο Grand Prix του San Marino. Πριν τη Linda, είχαν κυκλοφορήσει πολλά που τον αφορούσαν. Δεν επιβεβαιώθηκε τίποτα. Κάποια από τα ονόματα με τα οποία τον συνέδεσαν, ήταν η Elizabetta Canalis (γνωστή από τη σχέση της με τον George Clooney), την ηθοποιό Martina Stella και διάφορα μοντέλα. Εκείνος δεν επιβεβαίωνε ή διέψευδε τίποτα. Και προφύλασσε κάθε σχέση από τα φώτα.
Για την ιστορία, τώρα είναι αρραβωνιασμένος με την Γαλλίδα, Sofia Novello.
Ο Brad Pitt του έχει ζητήσει να τον υποδυθεί, αν γίνει η ζωή του ταινία
«Δεν έγινα ποτέ celebrity και πάντα απολαμβάνω το δικό μου χρόνο, με τους ανθρώπους μου. Μέσα στα χρόνια, έκανα πολλούς καλούς φίλους που είναι ηθοποιοί, τραγουδιστές, αλλά αυτή η φιλία είναι διαφορετική με εκείνη που ‘χω με τους ανθρώπους που μεγαλώσαμε μαζί. Είμαι μέλος ενός γκρουπ εκεί».
Ο Brad Pitt του είχε πει πως θέλει να τον υποδυθεί, αν γίνει η ζωή του ταινία. «Αυτό ήταν κάτι ενδιαφέρον. Με έκανε να αισθάνομαι υπερήφανος. Όταν είσαι 34, ο κόσμος έχει συνηθίσει να σε βλέπει και σε σέβεται με διαφορετικό τρόπο. Πολλοί με ακολουθούν, αλλά όταν με πλησιάζουν είναι σαν να είμαστε παλιοί φίλοι. Παλαιά δεν ήταν έτσι. Ήταν άρδην διαφορετικά. Ούρλιαζαν και έρχονταν κατά επάνω μου. Τώρα όλα είναι χαλαρά».
Από το 2015 είχε ξεκαθαρίσει (φευ) πως δεν θα τρέχει για πάντα. «Θέλω να κάνω οικογένεια. Να γίνω πατέρας. Μετά, δεν ξέρω τι θα κάνω. Τώρα δουλεύουμε για το μέλλον και παράγουμε πράγματα για εμένα, για άλλους οδηγούς και κυρίως για τους νέους. Να τους βοηθήσουμε να ωριμάσουν σωστά, να φτάσουν εκεί που μπορούν. Ίσως γίνω team manager. δεν ξέρω αν θα γυρίσω τον κόσμο, χωρίς να οδηγώ. Θα είναι πιο ήρεμα. Δεν θα έχει πολύ θόρυβο».
Τότε ένιωθε όμως, πως είχε ακόμα δρόμο να διανύσει. Δηλαδή, πίστες. Και προλήψεις να τιμήσει, με τη λίστα να είναι μεγάλη. Σε αυτήν αναφέρεται η σημείωση του με το πόσο μένει αναμμένο το φανάρι, πριν βγει για την κούρσα. Πριν ανέβει στη μηχανή, σταματά δυο μέτρα μακριά από αυτή και πιάνει τις μπότες του. Μετά, σκύβει και πιέζει το δεξί μασπιέ. Πιάνει το σκουλαρίκι του, κάνει μασάζ στα μάτια του, φτιάχνει τα φρύδια του, με το σάλιο του και μετά φορά το κράνος.
Σε παλαιότερη συνέντευξη, είχε πει πως «είναι ο τρόπος που συγκεντρώνομαι, που μιλώ με τη μηχανή μου». Βάζει με συγκεκριμένη σειρά τις μπότες του και τα γάντια του (του τα δίνει πάντα συγκεκριμένος άνθρωπος), ανεβαίνει πάντα κατά τον ίδιο τρόπο στη μηχανή – κατεβαίνει και με τον ίδιο τρόπο, περνώντας το αριστερό πόδι πάνω από το μπροστινό μέρος της μηχανής.
Οι κόντρες του με άλλους αναβάτες
Όπως έχει ομολογήσει κατά καιρούς, υπήρχαν διάφοροι οδηγοί που τον ενοχλούσαν. Πολύ. «Είχα θέμα με τον Capirossi, τον Gibernau, τον Lorenzo, τον Stoner, τον Pedrosa. Μάλλον γιατί με έκαναν να θέλω να γίνω καλύτερος, να τους νικήσω». Η λίστα ξεκίνησε με το όνομα Max Biaggi, το ’90. Έγινε και ντοκιμαντέρ με τίτλο Faster.
Στα highlights είναι η ανταλλαγή γροθιών, το 2001. Mια από τις στιγμές… αγάπης αυτής της σχέσης, υπάρχει στο συγκεκριμένο video. Όταν αποσύρθηκε ο Biaggi, στα 41 του, επήλθε η ειρήνη, με εγκωμιαστικά σχόλια ένθεν κι ένθεν, στα media – σιγά μην τα έλεγαν εκ του σύνεγγυς.
Γιατί αποφάσισε ότι ήλθε το τέλος
Σε προ επταετίας συνέντευξη του, είχε πει ότι «θα τρέχω με μηχανές, όσο μπορώ». Είχε αναγνωρίσει ως τον οδηγό που μπορεί να απειλήσει τα ρεκόρ του, τον Marc Marquez (παρεμπιπτόντως, ο Ισπανός είχε τον Rossi ως ίνδαλμα). «Θα χρειαστεί πολλά χρόνια, αλλά μπορεί να το κάνει. Αν θα με πειράξει; Δεν ξέρω. Αυτό που γνωρίζω είναι ότι έχει μακρύ δρόμο μπροστά του».
Ο «Γιατρός» (το παρατσούκλι που επικράτησε όλων των άλλων, μέσα στα χρόνια) δεν γιατρεύτηκε έως το 2021, που αποφάσισε ότι ήλθε η ώρα να αποχαιρετήσει την πρώτη -και παντοτινή- του αγάπη. Ο εννιά φορές παγκόσμιος πρωταθλητής των MotoGP (η τελευταία στέψη έγινε το 2009) ανακοίνωσε επί αυστριακού εδάφους, την Πέμπτη 5/8 πως αυτή η σεζόν θα είναι και η τελευταία της μοναδικής του καριέρας. Στα 41 νιώθει έτοιμος να πει το αντίο.
«Αποφάσισα να αποσυρθώ στο τέλος της σεζόν, είναι μια δύσκολη απόφαση. Ήθελα να συνεχίσω να τρέχω για ακόμα 25 χρόνια αλλά ήρθε η ώρα να πω αρκετά. Δυστυχώς αυτό θα είναι το τελευταίο μισό για μένα. Είναι λυπηρό και δύσκολο για μένα να πω ότι του χρόνου δεν θα τρέξω με μια μοτοσυκλέτα. Το κάνω αυτό για σχεδόν 30 χρόνια και την επόμενη χρονιά η ζωή μου θα αλλάξει. Αλλά ήταν ωραία και είμαι ευτυχής, ήταν ένα μακρύ και ωραίο ταξίδι με αξέχαστες στιγμές με όλες τις ομάδες και τους ανθρώπους που δούλεψα μαζί. Η καριέρα μου ήταν αρκετά μεγάλη και κέρδισα πολλούς αγώνες αλλά κάποιες νίκες και στιγμές που είδα στο βίντεο είναι αξέχαστες. Κάτι που με έκανε να γελάω μια εβδομάδα. Επαναλαμβάνω πως δεν ήταν μια εύκολη απόφαση αλλά πρέπει να καταλάβουμε πως στα σπορ το αποτέλεσμα κάνει τη διαφορά και θεωρώ πως αυτός είναι ο σωστός δρόμος» εξήγησε.
Πηγή: www.oneman.gr