| Η συγκλονιστική ιστορία μια φούχτας ανδρών που πριν σαράντα εφτά χρόνια παλέψαν για να ζήσουν στις παγωμένες Άνδεις και έπραξαν το αδιανόητο.
Ο Νάντο δεν ένοιωθε τίποτε άλλο, εκτός από την σάρκα που έτρωγε. Η άγρια πείνα έσβηνε σιγά-σιγά καθώς κατάπινε χωρίς να κοιτάζει το σώμα του φίλου του. Αυτού που έτρωγε την κρύα σάρκα του γιατί πολύ απλά δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς αφού η πείνα είχε υπερνικήσει τα πάντα, κάθε αίσθημα ντροπής και αποτροπιασμού. Είχε νικήσει ακόμη και την αηδία στην σκέψη και μόνο ότι θα έκανε κάτι τέτοιο για να ζήσει, εκεί ψηλά, όπου το κορμί του πάγωνε και έτρεμε. Οι Άνδεις δεν συγχωρούν τα λάθη και οι πιλότοι του αεροσκάφους που πέταγε από το Μοντεβιδέο με προορισμό το Σαντιάγο της Χιλής, το κατάλαβαν πολύ αργά, μέσα στην σφοδρή χιονοθύελλα. Ήταν 14 Οκτωβρίου του 1972 όταν η πτήση 571 της Uruguayan Air Force συνετρίβη πάνω σε μια αφιλόξενη κορυφή των Άνδεων με επιβαίνοντες μια ομάδα ράγκμπι. Δεν ήταν μόνος του. Είχαν επιζήσει άλλοι είκοσι επτά φίλοι και συμπαίκτες του, όλοι τους πρωταγωνιστές μιας συγκλονιστικής ιστορίας που ξεκίνησε με γέλια έναν βράδυ στο Μοντεβιδέο και κατέληξε σε μια ανείπωτη τραγωδία. Δίπλα του έτρωγε ο Ρομπέρτο, χωρίς να κοιτάει και αυτός το σώμα του νεκρού φίλου τους. Δεν άντεχε στην σκέψη ότι θα αντίκριζε έστω και κατά λάθος τα χωρίς ζωή μάτια του, την ώρα που εκείνος έτρωγε τις σάρκες του για να ζήσει.
Η συντριβή
Ερχόταν ξανά και ξανά στο μυαλό του κάθε μέρα εκείνη η στιγμή. Η στιγμή, που τα γέλια και τα πειράγματα των φίλων του, μετατράπηκαν σε κραυγές αγωνίας και ουρλιαχτά πόνου
Ο Ρομπέρτο ένοιωθε ότι δεν είχε πρόσωπο τα πρώτα λεπτά μετά την συντριβή. Ο αέρας το μαστίγωνε με τέτοια ορμή, που νόμιζε ότι θα ξεκολλήσει. Το κρύο περόνιαζε κάθε νευρική απόληξη του κορμιού του, τρύπαγε το κεφάλι του αλλά-τρόπος του λέγειν-ήταν καλά. Η πτήση τους είχε απογειωθεί από το Μοντεβιδέο με προορισμό το Σαντιάγο της Χιλής και επιβάτες την ομάδα τους, την Old Christian Club. Θα έπαιζαν σε έναν αγώνα ράγκμπι που δεν έγινε ποτέ, επειδή το αεροπλάνο τους συνετρίβη πάνω στις Άνδεις στα τέσσερις χιλιάδες μέτρα υψόμετρο, εξαιτίας σφοδρής κακοκαιρίας.
Ο Ρομπέρτο και οι υπόλοιποι είκοσι εφτά επιζήσαντες, συνήλθαν από το σοκ της συντριβής πάνω σε ένα αφιλόξενο βουνό με την θερμοκρασία να είναι μόνιμα στους -30 βαθμούς Κελσίου.
Εκείνη την πρώτη ημέρα, δεν μπορούσε να διανοηθεί το αδιανόητο που θα ακολουθούσε. Ότι στους επόμενους δυόμιση μήνες θα αναγκαζόταν αυτός και οι φίλοι του να γίνουν κανίβαλοι για να επιβιώσουν, τρώγοντας τους νεκρούς συναθλητές τους. Από τους αρχικά είκοσι οχτώ, οι βαριά τραυματισμένοι άρχισαν να σβήνουν σε μερικά 24ωρα από τα τραύματά τους και το αφιλόξενο τοπίο, το παραδομένο μέσα σε μια λευκή απεραντοσύνη. Τα βράδια ο Ρομπέρτο και οι άλλοι χώνονταν μέσα στο εσωτερικό του τσακισμένου αεροπλάνου, κουλουριασμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο για να νοιώσουν ένα ίχνος θερμότητας.
Ήλπιζε ότι θα τους βρουν, ήλπιζε ότι τους αναζητούσαν. Ως εκ θαύματος από την σύγκρουση είχε γλιτώσει ένα ραδιόφωνο που έπιανε συχνότητες σταθμών που μετέδιδαν καθημερινά ειδήσεις για τις έρευνες διάσωσης που είχαν ξεκινήσει. Μετά από δέκα ημέρες το ίδιο ραδιόφωνο τους πληροφόρησε, ότι οι διασώστες είχαν σταματήσει να ψάχνουν και στις 29 Οκτωβρίου, δύο εβδομάδες μετά την συντριβή, η ψυχολογία τους έπεσε στο ναδίρ, όταν μια χιονοστιβάδα καταπλάκωσε την τσακισμένη άτρακτο. Τα οχτώ άτομα που ήταν μέσα σκοτώθηκαν ακαριαία αφήνοντας στο έλεος των Άνδεων δέκα εννιά ψυχές, που δεν είχαν πλέον τίποτε για να φάνε. Παρά τις καχεκτικές μερίδες, ότι φαγώσιμο υπήρχε είχε τελειώσει.
Όταν ξεπέρασαν τα όρια
Δεν ξέρω αν αληθεύει η ρήση του Ουίλιαμ Σέξπιρ ότι «ο άνθρωπος είναι το πιο άγριο θηρίο που θα κάνει τα πάντα για να επιβιώσει». Φαντάζομαι ότι ούτε ο Ρομπέρτο Κανέσσα, ο Νάντο Παράδο, ο Κάρλος Πάεζ και οι υπόλοιποι εναπομείναντες το ήξεραν, παραδομένοι στην πιο άγρια μοίρα. Να είναι νεκροί για όλους τους άλλους, εκτός από τους ίδιους. Τοι μόνο που ήξεραν είναι ότι πεινούσαν, πεινούσαν πολύ, τόσο που έκαναν έναν πλήρη κατάλογο με τα 139 εστιατόρια του Μοντεβιδέο λες και αυτό θα χόρταινε την πείνα τους. Όταν ξεπέρασαν τα όρια της ανθρώπινης αντοχής, έπραξαν το αδιανόητο. Τράφηκαν με τις παγωμένες σάρκες, από τις σωρούς των φίλων τους, που είχαν διατηρηθεί μέσα σε αυτό το πολικό ψύχος των -30 βαθμών Κελσίου. Το έκαναν κλαίγοντας, αλλά τα δάκρυα πάγωναν με το που κύλαγαν από τα μάτια τους ενώ οι τύψεις και ο σταυρός που είχαν φτιάξει από τα συντρίμμια μήπως τους δουν από ψηλά, πέρασαν σε δεύτερη μοίρα. Τελικά ο Κανέσσα και ο Παράδο, αποφάσισαν να αναζητήσουν βοήθεια και ξεκίνησαν ένα επίπονο ταξίδι, μέσα στο κρύο και το αφιλόξενο τοπίο των Άνδεων. Οι υπόλοιποι έμειναν πίσω περιμένοντας και τρώγοντας κομμάτια από τα σώματα των φίλων τους, ελπίζοντας να τους βρούνε, ελπίζοντας ο Ρομπέρτο και ο Νάντο να τα καταφέρουν, κάτι που τελικά έγινε. Μόνο που για να γίνει οι δύο φίλοι χρειάστηκε να διανύσουν εβδομήντα χιλιόμετρα σε δέκα ημέρες, πριν συναντήσουν εξαντλημένοι έναν χωρικό, ο οποίος έτρεξε να τους βοηθήσει. Στις 22 Δεκεμβρίου του 1972, οι άλλοι άκουσαν τον ήχο των ελικοπτέρων που πλησίαζαν και άρχισαν να ουρλιάζουν από χαρά πριν τα δουν, χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι πλησίαζε και η ώρα της αποκάλυψης του τρομερού μυστικού τους.
Ολόκληρη η υφήλιος συγκλονίστηκε από την είδηση ότι ο Ρομπέρτο και οι άλλοι έτρωγαν τους νεκρούς φίλους τους για να μείνουν ζωντανοί, κανείς όμως δεν τους κατηγόρησε.
Ίσως, επειδή όποιος και αν βρισκόταν στην θέση τους θα έκανε το ίδιο. Χρόνια αργότερα ο Ρομπέρτο Κανέσσα μιλώντας για το θαύμα των Άνδεων είπε με έναν κόμπο στο λαιμό του: «Γίναμε κανίβαλοι γιατί έπρεπε να μείνουμε ζωντανοί…»