Η νέα ταινία του Netflix, Mary, η οποία αφηγείται τη βιογραφία της Μαρίας, μητέρας του Ιησού, προκαλεί έντονες αντιδράσεις και έχει γίνει αντικείμενο κριτικής από διάφορους κύκλους. Η ταινία ξεκινά από την παιδική ηλικία της Μαρίας, περιγράφοντας τη γέννησή της από τους γονείς Ιωακείμ και Άννα, την αφιέρωσή της στον ναό και τη μετέπειτα ζωή της, όπου γνωρίζει τον Ιωσήφ και ταξιδεύει στη Βηθλεέμ, προσπαθώντας να προστατεύσει τον βρέφος Ιησού από τη διαταγή του βασιλιά Ηρώδη για τη σφαγή των αθώων.
Η Ισραηλινή ηθοποιός Νόα Κοέν υποδύεται τη Μαρία, και η επιλογή της έχει προκαλέσει αντιδράσεις για λόγους που σχετίζονται με την πολιτική κατάσταση στη Μέση Ανατολή. Η Κοέν δεν είναι η πρώτη φορά που συμμετέχει σε αμφιλεγόμενες παραγωγές – είχε εμπλακεί νωρίτερα σε ταινία συμπαραγωγής Ισράηλ-Αζερμπαϊτζάν που ασχολούνταν με το Αρτσάχ, προκαλώντας την κριτική σχετικά με το «ξέπλυμα» γενοκτονίας εις βάρος των χριστιανικών κοινοτήτων στην περιοχή.
Το πιο αμφιλεγόμενο στοιχείο της ταινίας είναι η πολιτική διάσταση που φέρει η επιλογή της Ισραηλινής ηθοποιού για τον ρόλο της Παναγίας. Σε μια εποχή όπου η ένταση μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστίνης είναι εξαιρετικά υψηλή, πολλοί εκφράζουν την άποψη ότι η επιλογή της Κοέν ενισχύει μια συγκεκριμένη αφήγηση, που συνδέει τη Μαρία με μια σύγχρονη, ευρωκεντρική ισραηλινή ταυτότητα. Αυτή η επιλογή προκάλεσε κριτική, καθώς πολλοί υποστηρίζουν ότι αποσιωπά το γεγονός ότι η Μαρία, όπως και άλλοι χαρακτήρες της εποχής, ανήκαν στην περιοχή της Παλαιστίνης και όχι στο Ισραήλ, και ότι η σύγχρονη αφήγηση μειώνει την πολιτιστική κληρονομιά των Παλαιστινίων.
Αντιδράσεις υπήρξαν επίσης και από συντηρητικούς χριστιανούς, που δεν είδαν με καλό μάτι την παρουσίαση της σχέσης της Μαρίας με τον Ιωσήφ, η οποία στην ταινία φαίνεται λιγότερο «αγνή» από ό,τι την περιγράφουν οι παραδοσιακές θρησκευτικές ιστορίες. Η ταινία παρουσιάζει μια σύγχρονη, ανθρώπινη εκδοχή της Μαρίας, γεγονός που έρχεται σε αντίθεση με την παραδοσιακή χριστιανική αντίληψη περί αγιότητας και καθαρότητας. Επιπλέον, πολλές από τις ιστορικές και θρησκευτικές ανακρίβειες της ταινίας δεν πέρασαν απαρατήρητες, καθώς η ζωή της Μαρίας είναι, σε μεγάλο βαθμό, ασαφής και γεμάτη κενά στα Ευαγγέλια.
Η ταινία προσπαθεί να δώσει μια σύγχρονη προσέγγιση στην ιερή ιστορία, με την έντονη παρουσία του θρησκευτικού και κοσμικού στοιχείου που συχνά συγχωνεύεται με τις ανάγκες του σύγχρονου κινηματογράφου. Ο Αρχάγγελος Γαβριήλ, για παράδειγμα, είναι ντυμένος με σύγχρονα ρούχα και προβάλλεται ως σχεδόν ερωτικός συνοδός, ενώ ο Ηρώδης, υποδυόμενος από τον Άντονι Χόπκινς, παρουσιάζεται με ένα μείγμα από γνωστούς ρόλους του ηθοποιού, προκαλώντας επιπλέον ένταση στον τόνο της ταινίας.
Ακόμη και οι πιο συντηρητικοί χριστιανοί, πάντως, δεν μπορούν να παραβλέψουν το γεγονός ότι η Μαρία, στο τέλος της ταινίας, υπογραμμίζει με τα λόγια της τη δύναμη της αγάπης: «Η αγάπη θα σου κοστίσει ακριβά, η αγάπη θα τρυπήσει την καρδιά σου, αλλά στο τέλος, η αγάπη θα σώσει τον κόσμο». Αυτή η σύγχρονη προσέγγιση μπορεί να φαίνεται για κάποιους υπερβολικά «κακόγουστη» ή μελό, αλλά η ταινία στοχεύει κυρίως σε ένα νεότερο κοινό που αναζητά μια διαφορετική αφήγηση, πιο κοντά στην πραγματικότητα και στις συναισθηματικές εντάσεις των χαρακτήρων, παρά στην παραδοσιακή θρησκευτική παρουσίαση. Η ταινία «Mary» αποτελεί μια τολμηρή προσπάθεια να εξερευνήσει τις θρησκευτικές και πολιτικές προεκτάσεις της ιστορίας της Παναγίας, με τρόπο που προσπαθεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες του σύγχρονου κινηματογράφου και των σημερινών κοινωνικών προβλημάτων. Ωστόσο, η αντίδραση από διάφορες πλευρές δείχνει ότι οι ιστορίες που συνδέονται με την πίστη, τη θρησκεία και την πολιτική, είναι πάντα δύσκολο να παρουσιαστούν χωρίς να προκαλούν αντιδράσεις και συγκρούσεις