Σύμφωνα με το βιβλίο Mood Machine: The Rise of Spotify and the Costs of the Perfect Playlist της Liz Pelly, η Spotify φέρεται να προωθεί «φανταστικούς καλλιτέχνες» με σκοπό να μειώσει τις πληρωμές στους πραγματικούς μουσικούς. Η Pelly αποκαλύπτει την ύπαρξη ενός εσωτερικού προγράμματος της πλατφόρμας, με την ονομασία Perfect Fit Content (PFC), το οποίο προωθεί φθηνή μουσική με περιορισμένη καλλιτεχνική αξία, συνεργαζόμενη με εξωτερικές εταιρείες παραγωγής.
Αυτού του είδους η μουσική προστίθεται κρυφά σε δημοφιλείς λίστες αναπαραγωγής, αυξάνοντας έτσι τα streams που είναι πιο επικερδή για την Spotify, αλλά χωρίς να απαιτούνται μεγάλες αμοιβές για τους καλλιτέχνες. Το πρόγραμμα αυτό, σύμφωνα με την έρευνα, ξεκίνησε τη δεκαετία του 2010 και μέχρι το 2017 είχε εξελιχθεί σε έναν σημαντικό παράγοντα κερδοφορίας για την εταιρεία.
Οι πιέσεις στους υπαλλήλους της Spotify για την ένταξη αυτού του περιεχομένου στις λίστες αναπαραγωγής έγιναν πιο έντονες με την πάροδο του χρόνου. Πρώην υπάλληλοι ανέφεραν ότι αρχικά υπήρχαν πιο ήπιες υποδείξεις, αλλά γρήγορα οι πιέσεις έγιναν πιο άμεσες, με τη διοίκηση να ενθαρρύνει την ένταξη του PFC περιεχομένου σε επιμελημένες λίστες.
Η χρήση αυτών των «φανταστικών καλλιτεχνών» έχει προκαλέσει αντιδράσεις από τους πραγματικούς μουσικούς, οι οποίοι καταγγέλλουν ότι η μουσική τους εκμεταλλεύεται και οι αμοιβές που παίρνουν είναι εξαιρετικά χαμηλές, συχνά χωρίς να διατηρούν τα δικαιώματα των έργων τους. Ένας τζαζ μουσικός δήλωσε ότι πληρώθηκε μόνο μερικές εκατοντάδες δολάρια για τις συνθέσεις του και έχασε τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας.
Η Spotify, από την πλευρά της, αρνείται τις κατηγορίες περί δημιουργίας μουσικής εσωτερικά και, το 2017, χαρακτήρισε τις φήμες αυτές ως «εντελώς αναληθείς». Ωστόσο, η πρόσφατη δήλωση του CEO της εταιρείας, Daniel Ek, ότι «το κόστος δημιουργίας περιεχομένου είναι πλέον σχεδόν μηδενικό», ενίσχυσε τις αμφιβολίες για τις πρακτικές της.