Ο Γιάννης Ρωσσικόπουλος, γνωστός ως «Chief», ήταν ο άνθρωπος που έφερε τους Hells Angels στην Ελλάδα και ίδρυσε το πρώτο ελληνικό παράρτημα του διάσημου μηχανοκίνητου κλαμπ τη δεκαετία του ’90. Η ιστορία του, γεμάτη ακραίες εμπειρίες και αντισυμβατική στάση, μοιάζει με σενάριο κινηματογραφικής ταινίας και αποκαλύπτει τη ζωή ενός ανθρώπου που ποτέ δεν ακολούθησε τον εύκολο δρόμο. Μέσα από συνεντεύξεις και εξομολογήσεις, ο «Chief» αποκαλύπτει τη διαδρομή του από τα παιδικά του χρόνια, όταν ονειρευόταν τη ζωή των Hells Angels, μέχρι την ίδρυση του πρώτου ελληνικού παραρτήματος του κλαμπ και την αποχώρησή του από αυτό το 2005, όταν και τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν.

Από την ηλικία των 15, ο Γιάννης είχε επηρεαστεί από τις ταινίες και την κουλτούρα των Hells Angels, νιώθοντας μια ισχυρή έλξη προς την αίσθηση ελευθερίας που εκπροσωπούσαν οι θρυλικοί μοτοσικλετιστές. «Είχα το πρώτο μου τσόπερ και την αίσθηση της ελευθερίας. Ήμουν πάντα απέναντι στο σύστημα», θυμάται. Αλλά η επιθυμία του για αδρεναλίνη τον οδήγησε σε επικίνδυνες καταστάσεις και ακραίες επιλογές. Σε ηλικία 19 ετών, στρατολογήθηκε από έναν Έλληνα μαθηματικό από τη Δράμα, ο οποίος τον εισήγαγε στην τρομοκρατική οργάνωση Μπάιντερ Μάινχοφ. Ο «Chief» αναλαμβάνει επικίνδυνες αποστολές ως «ταχυδρόμος», μεταφέροντας αντικείμενα για την οργάνωση χωρίς να φοβάται τον κίνδυνο. «Η αδρεναλίνη ήταν το μεγαλύτερο ναρκωτικό», εξηγεί ο ίδιος.

Παράλληλα με την τρομοκρατική του δράση, ο Γιάννης συμμετείχε και σε ληστείες τραπεζών, πάντα για τη «μέθη της στιγμής». Αλλά, η ζωή του δεν περιοριζόταν μόνο σε αυτές τις επικίνδυνες δραστηριότητες. Η επιστροφή του στην Ελλάδα, λόγω της δήθεν ασθένειας του πατέρα του, ήταν η αφορμή για να μπει στον στρατό, και να έρθει αντιμέτωπος με το σύστημα με το οποίο πάντα διαφωνούσε. Μάλιστα, η παραμονή του στον στρατό τον οδήγησε σε 285 ημέρες φυλακής λόγω μιας εξέγερσης, όταν προσπάθησε να βάλει φωτιά σε βαρέλια με καύσιμα και συνελήφθη.

Η φυλακή, όμως, δεν τον φόβιζε. «Είναι απαραίτητο αξεσουάρ για την επιβίωση πίσω από τα κάγκελα», λέει για το αυτοσχέδιο μαχαίρι που κρατούσε μαζί του. Παράλληλα, αναφέρει πως όταν βρέθηκε αντιμέτωπος με παιδεραστές μέσα στη φυλακή, δεν δίστασε να τους αντιμετωπίσει με βία, για να προστατεύσει τα παιδιά των άλλων κρατούμενων.

Το μεγάλο του βήμα ήρθε το 1994-1995, όταν αποφάσισε να ιδρύσει το πρώτο ελληνικό παράρτημα των Hells Angels. «Πήγα στους άλλους και τους είπα: “Θέλω να μπω στους Hells Angels”. Μου είπαν: “Είναι δύσκολος ο δρόμος, θα μπεις φυλακή”. Το ήξερα. Ήταν μέρος της ζωής που διάλεξα» εξηγεί. Η πρώτη συνάντηση των μελών του κλαμπ έγινε στο Κορωπί, αλλά η παρουσία τους δεν πέρασε απαρατήρητη. Η Αστυνομία και οι μυστικές υπηρεσίες είχαν ήδη αρχίσει να παρακολουθούν τους Hells Angels, οι οποίοι γρήγορα απέκτησαν μια ισχυρή επιρροή στην περιοχή. «Το αστυνομικό τμήμα στο Κορωπί είχε 9 άτομα. Όταν έμαθαν από τη ΓΑΔΑ και την ΕΥΠ ότι κάτι γίνεται με τους Hells Angels, έγιναν 25», λέει ο ίδιος.

Η περίοδος αυτή ήταν γεμάτη προκλήσεις, αλλά και εκπληκτικές εμπειρίες. Ο Γιάννης θυμάται τα ταξίδια του σε διεθνείς συγκεντρώσεις Hells Angels, όπως σε πάρτι στη Δανία, όπου φρόντισε να ξεχωρίζει: «Άνοιξα τη σκηνή, έβαλα την ελληνική σημαία δίπλα, και όλοι με ρωτούσαν ποιος είναι αυτός ο τρελός Έλληνας». Για τον «Chief», το να κουβαλάς τη σημαία σου και να ξέρουν ποιος είσαι, ήταν μια μεγάλη περηφάνια.

Οι κανόνες των Hells Angels, όπως τους βίωσε ο ίδιος, ήταν ιεροί και απαράβατοι: «Δεν αγγίζεις γυναίκα μέλους. Δεν κλέβεις το κλαμπ. Δεν μιλάς στην Αστυνομία. Αν δεν πας σε μια συνάντηση, μόνο δύο λόγοι σε δικαιολογούν: είτε είσαι στην εντατική, είτε δεμένος σε αστυνομικό τμήμα». Αυτοί οι κανόνες αποτελούσαν τη βάση της αδελφότητας και της αφοσίωσης στο κλαμπ, κάτι που ο «Chief» πίστευε ακράδαντα.

Όμως, τα χρόνια πέρασαν και ο «Chief» είδε την αλλαγή στους Hells Angels στην Ελλάδα. Όπως λέει, οι νέοι που εντάσσονταν στο κλαμπ δεν καταλάβαιναν πλέον την έννοια της τιμής και της αφοσίωσης. Η φήμη τους ήταν πιο σημαντική από τη διαδρομή που έπρεπε να ακολουθήσουν για να την αποκτήσουν. Ο ίδιος αναφέρει ότι, όταν αποχώρησε το 2005, ήταν σαν να άφηνε πίσω του ένα κομμάτι από τη ζωή του. «Δεν υπήρχε πια σεβασμός. Οι νέοι δεν καταλάβαιναν τι σημαίνει τιμή και αφοσίωση», λέει.

Η αποχώρησή του από το κλαμπ ήταν μια δύσκολη απόφαση, αλλά η μεγαλύτερη ικανοποίησή του είναι ότι, παρά τις δυσκολίες και τις επικίνδυνες στιγμές, δεν μετανιώνει για τίποτα. «Ήταν μια ζωή γεμάτη ρίσκο και ένταση. Πλήρωσα, ναι, αλλά έζησα ελεύθερος. Δεν φοβήθηκα ποτέ να ζήσω όπως ήθελα», λέει και συνεχίζει: «Η ζωή αυτή ήταν γεμάτη και ήταν δική μου».

Σήμερα, ο «Chief» ζει μια πιο ήρεμη ζωή. Δεν έχει τίποτα στο όνομά του, αλλά αισθάνεται ελεύθερος και ήρεμος. «Πληρώνω ρεύμα, πληρώνω εφορία, αλλά είμαι ελεύθερος», λέει. Όμως, ακόμα και σήμερα, το μυαλό του γυρίζει πίσω, σε εκείνα τα χρόνια που έζησε με τους Hells Angels. «Μια φορά Άγγελος, πάντα Άγγελος», καταλήγει, δείχνοντας ένα ντεπόζιτο μηχανής που κοσμεί το γκαράζ του. «Θέλω να μπουν οι στάχτες μου εκεί όταν πεθάνω. Δεν μετανιώνω για τίποτα».

Leave a comment